ἡδυόσμου

ἡδυόσμου
ἡδύοσμον
sweet-smelling
neut gen sg
ἡδύοσμος
sweet-smelling
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μινθέλαιο — το χημ. αιθέριο έλαιο από ανθοφόρους βλαστούς τής μίνθης τής πιπερώδους ή τού ηδυόσμου τού πιπερώδους, με έντονη αρωματική οσμή μέντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίνθη «μέντα» + ἔλαιο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”